στεφανηπλόκος

στεφανηπλόκος
και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α
τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος. Το -η- τού τ. για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεφανηπλόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκον — στεφανηπλόκος masc/fem acc sg στεφανηπλόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκους — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc acc pl στεφανηπλόκος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκων — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc gen pl στεφανηπλόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκοι — στεφανηπλόκος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανήπλοκοι — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLYCERA — I. GLYCERA inventrix corollarum, memoratur Plin. l. 35. c. 11. ub i de Pausia pictore: Amavit in iuventa Glyceram, municipem suam inventricem coronarum, certandoque imitatione eius, ad numerofissimam storum varietatem perduxit artem illam. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δικτυοπλόκος — δικτυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • στεφανηπλοκώ — και αιολ. τ. στεφαναπλοκώ και στεφανοπλοκῶ, έω, Α [στεφανηπλόκος] πλέκω στεφάνια …   Dictionary of Greek

  • στεφανηπλόκια — τά, Α [στεφανηπλόκος] τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”